Υπερμετρωπία: Πώς επηρεάζει την όραση;

Υπερμετρωπία: Πώς επηρεάζει την όραση;

Η υπερμετρωπία είναι ένα πολύ συνηθισμένο διαθλαστικό σφάλμα της όρασης, που εκδηλώνεται όταν το σχήμα του κερατοειδούς χιτώνα του ματιού εμποδίζει την απευθείας εστίαση του φωτός πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα, στο πίσω μέρος του.

Ωστόσο η υπερμετρωπία, που είναι το «αντίθετο» της μυωπίας, έχει την ιδιαιτερότητα ότι μπορεί να παραμείνει «κρυφή» για πάρα πολλά χρόνια, δίχως να προκαλεί συμπτώματα. Και αυτό γιατί ο φυσικός φακός του ματιού είναι φτιαγμένος με τέτοιο τρόπο ώστε στρογγυλεύει όταν συσπάται. Το αποτέλεσμα είναι να επιτυγχάνει μέχρι και 30 βαθμούς διόρθωση της όρασης!

Έτσι, οι υπερμέτρωπες άλλοτε ανακαλύπτουν την πάθησή τους μετά την ηλικία των 40 ετών, όταν αρχίζουν να αναπτύσσουν πρεσβυωπία νωρίτερα από τους συνομηλίκους τους, και άλλοτε λίγο μετά τα 50 τους χρόνια όταν αρχίζουν να χρειάζονται γυαλιά για να βλέπουν καθαρά και μακριά.

Στον γενικό πληθυσμό υπολογίζεται ότι υπάρχουν τόσοι άνθρωποι με υπερμετρωπία, όσοι και με μυωπία – με τη διαφορά ότι οι μύωπες εντοπίζονται στην παιδική ηλικία.

«Όταν ένα άτομο έχει υπερμετρωπία, ο κερατοειδής είναι συνήθως πιο επίπεδος και ο οφθαλμός μικρότερος από το φυσιολογικό. Η συνέπεια είναι να μικραίνει η απόσταση ανάμεσα στον κερατοειδή και στον αμφιβληστροειδή και οι ακτίνες του φωτός να εστιάζονται πίσω από τον αμφιβληστροειδή. Έτσι, οι πάσχοντες από υπερμετρωπία τυπικά βρίσκουν πιο εύκολο να βλέπουν καθαρά τα αντικείμενα που βρίσκονται μακριά τους (σε απόσταση τουλάχιστον 6 μέτρων από τα μάτια τους). Αντιθέτως, δυσκολεύονται να εστιάσουν σε ό,τι βρίσκεται κοντά τους. Ωστόσο όσοι έχουν πολλούς βαθμούς υπερμετρωπίας, μπορεί να βλέπουν θολά σε όλες τις αποστάσεις», αναφέρει ο δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, Χειρουργός-Οφθαλμίατρος, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, Καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.

Ένας οφθαλμίατρος μπορεί εύκολα να διαγνώσει την υπερμετρωπία στη διάρκεια μιας ολοκληρωμένης οφθαλμολογικής εξέτασης. Η ανάγκη για τον έλεγχο προκύπτει συνήθως όταν οι ασθενείς ανεξαρτήτως ηλικίας, αρχίζουν να παραπονούνται για δυσκολία στην όραση, θολερότητα κ.λπ..

«Όπως ισχύει για την μυωπία, έτσι και η υπερμετρωπία που θα έχει κάθε άτομο, είναι σχεδόν προδιαγραμμένη γενετικά. Πολλοί, όμως, ακόμα και οφθαλμίατροι, έχουν την εντύπωση ότι η υπερμετρωπία και η μυωπία μπορεί να “δημιουργηθούν” ή να “εξελιχθούν” στη διάρκεια της ζωής. Στην ουσία όμως γνωρίζουμε πλέον, μέσα από αναλύσεις εξαιρετικής τεχνολογίας, ότι ο καθορισμός του αν ένας οφθαλμός θα έχει μυωπία ή υπερμετρωπία γίνεται στην εμβρυογένεση. Επομένως, θεωρητικά θα μπορούσε να διαγνωσθεί και να αντιμετωπιστεί από τα πρώτα χρόνια της ζωής», επισημαίνει ο καθηγητής.

Το πιο κοινό σύμπτωμα που προκαλεί η υπερμετρωπία είναι η θολή όραση, η οποία μπορεί να παρατηρείται περισσότερο τη νύχτα. Οι ασθενείς μπορεί επίσης να νιώθουν κόπωση των ματιών, που επίσης είναι πιο αισθητή όταν νυχτώνει. Μπορεί ακόμα να έχουν δυσκολίες στην ανάγνωση διότι παρουσιάζουν διπλωπία (βλέπουν διπλά είδωλα σε ό,τι βρίσκεται πολύ κοντά τους). Τέλος, μπορεί να μισοκλείνουν ακούσια τα μάτια τους, για να δουν πιο καθαρά.

Όταν η υπερμετρωπία εκδηλώνεται σε μικρά παιδιά, αυτά έχουν επίσης την τάση να τρίβουν συχνά τα μάτια τους ή να αποφεύγουν το διάβασμα σαν να μην τους αρέσει.

«Με τις τεχνολογίες και τις τεχνικές που υπάρχουν σήμερα, μπορούμε να προβλέψουμε από τη νεογνική ηλικία αν κάποιο παιδάκι έχει προδιάθεση για υπερμετρωπία», επισημαίνει ο κ. Κανελλόπουλος.

Όταν η υπερμετρωπία είναι σχετικά μικρή, μπορεί να διορθωθεί με παρόμοιο τρόπο με την μυωπία. «Γίνεται σμίλευση και αλλαγή της δύναμης του κερατοειδή με Laser, ώστε να προστεθούν βαθμοί στον κερατοειδή (ο χιτώνας αυτός κατά μέσο όρο έχει περίπου 44 βαθμούς φακικής δύναμης). Η διόρθωση με Laser μπορεί να γίνει μέχρι 5 βαθμούς υπερμετρωπίας. Όπως εξάλλου συμβαίνει με τη μυωπία, έτσι και η υπερμετρωπία συνδυάζεται συνήθως με μικρού ή μεγάλου βαθμού αστιγματισμό, οπότε κι αυτός διορθώνεται παράλληλα», εξηγεί ο καθηγητής.

Σε μεγαλύτερους βαθμούς υπερμετρωπίας οι λύσεις είναι είτε να τοποθετηθεί ένας φακικός ενδοφακός, είτε να γίνει πρόωρη επέμβαση καταρράκτη.

Τα παιδιά είναι ξεχωριστή περίπτωση. «Η υπερμετρωπία χρειάζεται διόρθωση στη νηπιακή ή συνηθέστερα στην πρώιμη σχολική ηλικία μόνο όταν επιφέρει και εσωτροπία, δηλαδή κάνει τα μάτια να αποκλίνουν προς τα μέσα. Σε τέτοια περίπτωση απαιτείται η διόρθωση ώστε να μπορούν να λειτουργούν “ζυγοσταθμισμένα” τα μάτια και να αναπτύσσεται φυσιολογικά η στερεοσκοπική όραση», διευκρινίζει ο κ. Κανελλόπουλος.

Πολλοί άνθρωποι μπορούν να ζήσουν το περισσότερο μέρος της ζωής τους δίχως γυαλιά υπερμετρωπίας. Καθώς μεγαλώνουν, όμως, και ο φυσικός φακός του ματιού χάνει την ελαστικότητά του, μπορεί και διορθώνει ολοένα λιγότερους βαθμούς, με συνέπεια να αναπτύσσονται τα χαρακτηριστικά συμπτώματά της.

«Η αλματώδης εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης δίνει τη δυνατότητα ακριβέστατης και μόνιμης διόρθωσης της υπερμετρωπίας. Το ποια ακριβώς μέθοδος και αν θα εφαρμοστεί εξαρτάται από κάθε ασθενή ξεχωριστά, καθώς ρόλο δεν παίζει μόνον η ύπαρξη του διαθλαστικού σφάλματος αλλά και πρόσθετα, μοναδικά χαρακτηριστικά του οφθαλμού, όπως το πάχος του κερατοειδούς. Επομένως, οι λύσεις που προτείνονται είναι εξατομικευμένες και η οριστική απόφαση λαμβάνεται σε συνεννόηση με τον ασθενή», καταλήγει ο κ. Κανελλόπουλος.

Related posts

Μίλησε με έναν ειδικό
Μίλησε με έναν ειδικό
espa banner