Ραγοειδίτιδα - Φλεγμονές
Ραγοειδής χιτώνας είναι το μεσαίο τμήμα του οφθαλμού το οποίο χαρακτηρίζεται από πληθώρα αιμοφόρων αγγείων, μέσω των οποίων φλεγμονώδη κύτταρα εισέρχονται στον οφθαλμό.
Βρίσκεται ανάμεσα στο σκληρό χιτώνα (έξω τμήμα) και τον αμφιβληστροειδή (έσω τμήμα).
Αποτελείται από την ίριδα, το ακτινωτό σώμα και τον χοριοειδή χιτώνα.
Ραγοειδίτιδα είναι ο γενικός όρος με τον οποίο περιγράφουμε μια ομάδα φλεγμονωδών νόσων οι οποίες προσβάλλουν ένα τμήμα του οφθαλμού, τον ραγοειδή χιτώνα. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η ραγοειδίτιδα δεν έχει επιπτώσεις μόνο στον ραγοειδή. Μπορεί να έχει επιπτώσεις στον κρυσταλλοειδή φακό, στο οπτικό νεύρο και στο υαλώδες, έχοντας ως αποτέλεσμα τη μείωση της όρασης ή ακόμα και την τύφλωση.
- Ιδιοπαθής (δεν ανευρίσκεται σαφής αιτία)
- Λοιμώξεις
- Οφθαλμολογικοί όγκοι ή
- Τραυματισμοί ή οφθαλμολογικές επεμβάσεις
- Αυτοάνοσες συστηματικές νόσοι
- AIDS
- Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα
- Σύνδρομο Behcet’s
- Αμφιληστροειδίτιδα από κυτταρομεγαλοϊό (CMV) r
- Ερπητική λοίμωξη
- Ιστοπλάσμωση
- Ψωρίαση
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Σαρκοείδωση
- Σύφιλη
- Φυματίωση
- Ελκώδης κολίτιδα
- Νόσος Vogt Koyanagi Ηarada’s
- Νόσος Kawasaki
- Σκλήρυνση κατά πλάκας
- Επίσης, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι το κάπνισμα αυξάνει την πιθανότητα προσβολής από ραγοειδίτιδα
Η ραγοειδίτιδα μπορεί να προσβάλει τον έναν ή και τους δύο οφθαλμούς. Τα συμπτώματα εξαρτώνται από τον τύπο της φλεγμονής.
- Ερυθρότητα με ή χωρίς άλγος
- Θολή/Μειωμένη όραση
- Μυγάκια
Πρόσθια ραγοειδίτιδα (συχνά αποκαλούμενη ιρίτιδα): Προσβάλει το πρόσθιο τμήμα του οφθαλμού. Αποτελεί τον πιο συχνό τύπο ραγοειδίτιδας. Προσβάλει κυρίως άτομα νεαρής ή μέσης ηλικίας. Πολλά περιστατικά εμφανίζονται σε απολύτως υγιή άτομα αλλά και σε άτομα με ρευματολογικές, δερματολογικές, πνευμονολογικές και μολυσματικές νόσους.
Διάμεση ραγοειδίτιδα: Συχνή σε νεαρά κυρίως άτομα. Η φλεγμονή εντοπίζεται στο ακτινωτό σώμα (κυκλίτις) και στο υαλώδες, το gel του ματιού (υαλίτιδα). Συνδέεται με διάφορες συστηματικές νόσους, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η σαρκοείδωση και η σκλήρυνση κατά πλάκας. Όταν η φλεγμονή αφορά την pars plana ονομάζεται pars planitis.
Οπίσθια ραγοειδίτιδα: Ο λιγότερο συχνός τύπος. Πρωτίστως εμφανίζεται στο οπίσθιο τμήμα του οφθαλμού, προσβάλλοντας ταυτόχρονα τον αμφιβληστροειδή και τον χοριοειδή χιτώνα. Συχνά αποκαλείται χοριοειδίτιδα ή χοριοαμφιβληστροειδίτιδα.
Πανραγοειδίτις: Αυτός ο τύπος χαρακτηρίζεται από την φλεγμονώδη προσβολή και των τριών τμημάτων του οφθαλμού (ραγοειδή, αμφιβληστροειδή, χοριοειδή). Η νόσος Bechset’s είναι μία από τις πιο γνωστές αιτίες πανραγοειδίτιδας και προκαλεί σοβαρές αλλοιώσεις στον αμφιβληστροειδή.
Εάν η ραγοειδίτιδα παραμείνει χωρίς θεραπεία, είναι πιθανό να προκύψουν επιπλοκές όπως:
- Γλαύκωμα
- Καταρράκτης
- Αποκόλληση αμφιβληστροειδούς
- Απώλεια όρασης
Εάν γίνουν αντιληπτά κάποια από τα παραπάνω συμπτώματα, θα πρέπει να γίνει άμεσα – εφόσον έχει προηγηθεί λήψη ιστορικού του ασθενούς – πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος, στον οποίο είναι απαραίτητη η διαστολή της κόρης (μυδρίαση) προκειμένου να εξετασθεί και το εσωτερικό τμήμα του οφθαλμού. Εφόσον το κρίνει απαραίτητο ο οφθαλμίατρος, μπορεί να συστήσει τη διενέργεια ειδικών εξετάσεων όπως φλουοροαγγειογραφία και OCT angiography. Η έγκαιρη διάγνωση και έναρξη της θεραπείας είναι εξαιρετικά σημαντικές, έτσι ώστε να προληφθούν τυχόν επιπλοκές της ραγοειδίτιδας. Εφόσον η ραγοειδίτιδα μπορεί να συνδέεται με άλλες συστηματικές παθήσεις, ίσως χρειαστεί να διενεργηθούν ειδικές εξετάσεις οι οποίες είναι δυνατό να περιλαμβάνουν φυσική εξέταση, αιματολογικά ή δερματολογικά τεστ, απεικονιστικό έλεγχο όπως ακτινογραφία, MRI κτλ.
Κατόπιν διάγνωσης, η έναρξη θεραπείας είναι άμεση. Πρωταρχικός στόχος της θεραπείας της ραγοειδίτιδας είναι ο περιορισμός της φλεγμονής, η καταστολή του άλγους, η προφύλαξη από περαιτέρω ζημιά των ιστών και η διατήρηση της όρασης. Η θεραπεία εξαρτάται από τον τύπο της ραγοειδίτιδας.
Τοπική και συστηματική αντιμετώπιση
Εάν η φλεγμονή οφείλεται σε βακτήριο ή ιό, είναι πιθανή η χορήγηση αντιβιοτικών ή αντιικών φαρμάκων με ή χωρίς την παράλληλη χορήγηση κορτικοστεροειδών. Προκειμένου να επιτευχθεί η καταστολή της φλεγμονής, κάποια σχήματα θεραπείας περιλαμβάνουν τοπική αγωγή είτε με σταγόνες, είτε με ενδοβολική χορήγηση κορτικοστεροειδών. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητη η από του στόματος αγωγή με ανοσοκατασταλτικούς παράγοντες (όπως μεθοτρεξάτη, αζαθιοπρίνη, κυκλοσπορίνη, μυκοφενολάτη) αλλά και βιολογικούς παράγοντες (infliximab, abatacept, adalimumab κτλ.). Οι συγκεκριμένες θεραπείες απαιτούν συχνό αιματολογικό έλεγχο προκειμένου να ελέγχονται οι πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες. Σε αρκετές περιπτώσεις, είναι απαραίτητη η συνεργασία του οφθαλμίατρου με ιατρούς άλλων ειδικοτήτων (όπως ρευματολόγου) προκειμένου να δοθεί η κατάλληλη θεραπεία.
Επεμβατική αντιμετώπιση
Η βιτρεκτομή αποτελεί επεμβατική μέθοδο αντιμετώπισης ορισμένων περιστατικών ραγοειδίτιδας, κατά τη διάρκεια της οποίας είναι απαραίτητη η αφαίρεση του υαλώδους, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η φλεγμονή.
Πρόκειται για οξεία φλεγμονώδη νόσο του επισκληρίου (ο ιστός που βρίσκεται ανάμεσα στον επιπεφυκότα και τον σκληρό). Συνήθως πρόκειται για μια ήπια αυτοπεριοριζόμενη αλλά υποτροπιάζουσα νόσο.
Πολλές περιπτώσεις επισκληρίτιδας είναι ιδιοπαθείς. Εντούτοις, σχεδόν πάνω από το 1/3 των περιστατικών αποτελούν εκδηλώσεις κάποιας συστηματικής νόσου. Σε αυτές περιλαμβάνονται νόσοι του συνδετικού ιστού (Ρευματοειδής αρθρίτιδα, Νοσος Chron’s, Eλκώδης κολίτιδα, ΣΕΛ κ.α.), δερματολογικές νόσοι, μεταβολικές νόσοι και ατοπία. Η ρευματοειδής αρθρίτιδα αποτελεί την πιο συχνή αιτία.
Προσβάλει κυρίως άτομα από 20 έως 50 ετών. Μπορεί να είναι μονόπλευρη η αμφοτερόπλευρη. Υπάρχουν δύο τύποι, η απλή και η οζώδης.
Χαρακτηρίζεται από διάχυτη ή τμηματική ερυθρότητα του βολβού. Οι ασθενείς συχνά παραπονούνται για φωτοφοβία, αίσθηση ξένου σώματος και άλγος. Μπορεί να συνοδεύεται από οίδημα των βλεφάρων. Στην απλή επισκληρίτιδα η νόσος εκδηλώνεται εντός 12 ωρών και υποχωρεί σταδιακά σε 2-3 ημέρες. Τείνει να υποτροπιάζει στο ίδιο ή και στα δύο μάτια. Οι υποτροπές αραιώνουν με τον καιρό μέχρι να υποχωρήσουν εντελώς. Η οζώδης επισκληρίτιδα χαρακτηρίζεται από πιο έντονη ερυθρότητα, είναι επίσης αυτοπεριοριζόμενη, αλλά διαρκεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την απλή.
Πρωταρχικός στόχος της θεραπείας της σκληρίτιδας είναι ο περιορισμός της φλεγμονής και η προστασία των οφθαλμικών δομών. Η θεραπεία είναι πάντα συστηματική.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη: Αποτελούν θεραπεία πρώτης επιλογής για την ήπια/μέτρια σκληρίτιδα.
Κορτικοστεροειδή: Χορηγούνται κυρίως συστηματικά σε περιπτώσεις οι οποίες δεν ανταποκρίνονται επαρκώς σε ΜΣΑΦ, αλλά και σε οπίσθιες ή νεκρωτικές σκληρίτιδες.
Ανοσοτροποποιητικοί και Βιολογικοί παράγοντες (Μεθοτρεξάτη, αντι-TNF, αναστολείς ιντερλευκίνης): Χρησιμοποιούνται σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στα κορτικοστεροειδή, αλλά και εναλλακτικά σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε χρόνια χρήση κορτιζόνης.