Ποια είναι τα ύποπτα συμπτώματα και πώς γίνεται η διάγνωση της συγκεκριμένης οφθαλμικής πάθησης.
Το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού του ματιού είναι γεμάτο με το υαλοειδές σώμα που μοιάζει με διάφανο «ζελέ» και βοηθεί το μάτι να διατηρεί το σχήμα του και την εσωτερική διαφάνεια. Το ζελε αυτό διατηρείται σε σταθερή θέση με τη βοήθεια εκατομμυρίων μικροσκοπικών ινών οι οποίες λειτουργούν σαν «σκαλωσιά» και προσκολλώνται στην επιφάνεια του αμφιβληστροειδή, του φωτοευαίσθητου χιτώνα που βρίσκεται στο πίσω μέρος του ματιού.
Καθώς μεγαλώνουμε, το υαλοειδές γίνεται πιο υδαρές (πιο υγρο) και συρρκνώνεται, με συνέπεια την σταδιακή αποκόλληση των «στηριγμάτων» του και την προοδευτική απομάκρυνσή του από τον αμφιβληστροειδή. Η διαταραχή αυτή είναι η αποκόλληση του υαλοειδούς, η οποία καθαυτή δεν είναι συνήθως απειλητική για την όραση αλλά μπορεί σε 1 στις 200 περιπτώσεις να προκαλέσει και κάποια ρωγμή ή οπή στον αμφιβληστροειδή που είναι σαφώς σοβαρότερη κατάσταση. Επομένως πάντοτε πρέπει να ελέγχεται σχετικά επειγόντως από έναν χειρουργό-οφθαλμίατρο.
Η αποκόλληση του υαλοειδούς τυπικά εμφανίζεται στις ηλικίες 45-65 ετών και είναι πιθανότερη σε όσους έχουν πρεσβυωπία. Όσοι παρουσιάζουν αποκόλληση στο ένα μάτι έχουν αυξημένη πιθανότητα να την εκδηλώσουν και στο άλλο, αν και αυτό μπορεί να συμβεί αρκετά χρόνια αργότερα.
Τα ύποπτα συμπτώματα
Καθώς συρρικνώνεται το υαλοειδές, παρουσιάζει κατά τόπους πυκνώσεις και αδιαφάνειες, οι οποίες δημιουργούν σκιάσεις στον αμφιβληστροειδή που γίνονται αντιληπτές από τους ασθενείς σαν κινούμενα σωματίδια («μυγάκια»). Τα «μυγάκια» δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται μπροστά από το μάτι, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκονται στο εσωτερικό του, ενώ όταν προσπαθεί ο ασθενής να εστιάσει το βλέμμα του πάνω τους «σβήνουν» πολύ γρήγορα.
Όταν συμβεί η αποκόλληση του υαλοειδούς, παρατηρείται μικρή αλλά απότομη αύξηση στον αριθμό αυτών των κινούμενων σωματιδίων, που μπορεί να συνοδεύεται από λάμψεις σαν αστραπές στην περιφερειακή όραση. Στiς περισσότερες περιπτώσεις ο ασθενής είτε δεν αντιλαμβάνεται ότι υπέστη αποκόλληση υαλοειδούς είτε νιώθει έντονη ενόχληση εξαιτίας των κινούμενων σωματιδίων στο οπτικό του πεδίο.
Τα συμπτώματα αυτά πρέπει να τον οδηγούν αμέσως στον οφθαλμίατρο γιατί, όπως προαναφέρθηκε, μερικές φορές αποκόλληση του υαλοειδούς συνοδεύεται από πιο σοβαρές καταστάσεις, όπως οι ρωγμές του αμφιβληστροειδούς και η υαλοειδική αιμορραγία. Αυτό συμβαίνει όταν οι υαλοειδο-αμφιβληστροειδικές συνδέσεις είναι πολύ ισχυρές και η αποκόλληση δημιουργεί ρήγματα στον αμφιβληστροειδή ή στα αιμοφόρα αγγεία του. Σε τέτοια περίπτωση, μπορεί να εμφανιστούν νέα και επίμονα κινούμενα σωματίδια ή αστραπές, αλλά μπορεί και να μην υπάρξει κανένα σύμπτωμα.
Υπολογίζεται ότι το 1% των ασθενών με αποκόλληση υαλοειδούς παρουσιάζουν ρωγμή στον αμφιβληστροειδή η οποία, αν δεν αντιμετωπιστεί, έχει 20% πιθανότητα να οδηγήσει σε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς.
Πως γίνεται η διάγνωση
Η διάγνωση της αποκόλλησης του υαλοειδούς γίνεται με τη βυθοσκόπηση, μία εξέταση κατά την οποία χρησιμοποιούνται ειδικά κολλύρια για να διασταλεί η κόρη του ματιού και να εξετάσει ο γιατρός τον βυθό του, δηλαδή το οπίσθιο τμήμα του, με τη βοήθεια ειδικών φακών ελέγχου του βυθού, της σχισμοειδούς λυχνίας ή έμμεσου οφθαλμοσκόπιου.
Αν διαπιστωθεί ότι η αποκόλληση του υαλοειδούς προκάλεσε ρωγμή, αιμορραγία ή αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, η έγκαιρη θεραπεία που συνήθως είναι ένα απλό λέιζερ στο ιατρείο, μπορεί να αποδειχτεί σωτήρια για την όραση.
Μέχρι να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει αποκόλληση ή αυτή αντιμετωπιστεί, συνιστάται στους ασθενής να αποφεύγουν τα βάρη και τις απότομες κινήσει. Καλό είναι να κάνουν επανέλεγχο σε τακτά χρονικά διαστήματα (κάθε 3-6 μήνες) ενώ συνήθως απαιτούνται 3-6 μήνες για να υποχωρήσουν τα «μυγάκια».
Δρ Αναστάσιος Κανελλ΄όπουλος, MD
Χειρουργός – Οφθαλμίατρος